Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

6.1.14

Η ζωή του Βιζυηνού ως παράδειγμα των θεωριών της Άλις Μίλλερ




 Η ζωή του Βιζυηνού ως παράδειγμα των θεωριών της Άλις Μίλλερ

Γράφει ο Λάμπρος, με αφορμή την εμπειρία του από ασκήσεις - βιβλιογραφία, στο σεμινάριο Αφήγηση Ζωής.  
Η προσωπική ιστορία του Γεώργιου Βιζυηνού, όπως την πληροφορήθηκα από το διήγημά του "Το αμάρτημα της μητρός μου", αλλά και από τη σύντομη βιογραφία του από τον εκδότη στην αρχή του βιβλίου, μου έφερε στο μυαλό την Άλις Μίλλερ.

Αφού έχασε τον πατέρα του σε ηλικία 5 χρονών, και μέχρι να ξενιτευτεί στα 10 του, ο μικρός Γιώργος υπέφερε πολλά από την μητέρα του, η οποία, προσπαθώντας να εξιλεωθεί γιά  κάποιο αμάρτημα που την βάραινε, διέπραξε ένα άλλο αμάρτημα: την ψυχική κακοποίηση του παιδιού της. Και αν το πρώτο αμάρτημα ήταν ένα στιγμιαίο ατύχημα, το άλλο ήταν το αποτέλεσμα μίας συνειδητής και συνεχούς συμπεριφοράς. Ενδεικτικά αναφέρω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το διήγημα:

Αδικία, παραμέληση:

"Εις την τράπεζαν την εκάθιζε πάντοτε πλησίον της και από ό,τι είχομεν έδιδε τον καλλίτερον εις εκείνην. Και ενώ ημάς μας ενέδυε χρησιμοποιούσα τα φορέματα του μακαρίτου πατρός μας, διά την Αννιώ ηγόραζε συνήθως νέα."

"Ποίος μας έτρεφε, ποίος μας έπλυνε, ποίος μας εμβάλωνεν ημάς τα αγόρια, ούτε ήθελε καν να το γνωρίζη."

"Την μητέρα μας δεν την εβλέπομεν ενίοτε ολοκλήρους ημέρας."

"Θα τα αφήση μέσ’ στους πέντε δρόμους, – έλεγον οι συναντώντες ημάς καθ’ οδόν –, εγκαταλελειμμένα και απεριποίητα.
Και εχρειάσθη καιρός, εχρειάσθησαν αι νουθεσίαι και επιπλήξεις της εκκλησίας, όπως συνέλθη εις εαυτήν και ενθυμηθή τα επιζώντα τέκνα της, και αναλάβη τα οικιακά της καθήκοντα."

"Αι οικονομικαί μας δυσχέρειαι εκορυφώθησαν, … Αλλ’ η μήτηρ, αντί ν’ απελπισθή περί της διατροφής ημών αυτών, επηύξησε τον αριθμόν μας δι’ ενός ξένου κορασίου, το οποίον μετά μακράς προσπαθείας κατώρθωσε να υιοθετήση."

"Από της στιγμής ταύτης η μήτηρ μας ήρχισε να επιδαψιλεύη εις την θετήν μας αδελφήν τόσας περιποιήσεις, όσων ίσως δεν ηξιώθημεν ημείς εις την ηλικίαν της και εις καιρούς πολύ ευτυχεστέρους. Ενώ δε μετ’ ολίγον χρόνον εγώ μεν επλανώμην νοσταλγών εν τη ξένη, οι δε άλλοι μου αδελφοί εταλαιπωρούντο κακοκοιμώμενοι εις τα εργαστήρια των “μαστόρων”, το ξένον κοράσιον εβασίλευεν εις τον οίκον μας, ως εάν ήτον εδικός του."

Μερικές τρομακτικές νύχτες:

"Ενθυμούμαι ακόμη οποίαν εντύπωσιν έκαμεν επί της παιδικής μου φαντασίας η πρώτη εν τη εκκλησία διανυκτέρευσις.
Το αμυδρόν φως των έμπροσθεν του εικονοστασίου λύχνων, μόλις εξαρκούν να φωτίζη αυτό και τας προ αυτού βαθμίδας, καθίστα το περί ημάς σκότος έτι υποπτότερον και φοβερώτερον, παρά εάν ήμεθα όλως διόλου εις τα σκοτεινά.
Οσάκις το φλογίδιον μιας κανδύλας έτρεμε, μοι εφαίνετο, πως ο Άγιος επί της απέναντι εικόνος ήρχιζε να ζωντανεύη, και εσάλευε, προσπαθών ν’ αποσπαθή από τας σανίδας, και καταβή επί του εδάφους, με τα φαρδυά και κόκκινά του φορέματα, με τον στέφανον περί την κεφαλήν, και με τους ατενείς οφθαλμούς επί του ωχρού και απαθούς προσώπου του.
Οσάκις πάλιν ο ψυχρός άνεμος εσύριζε διά των υψηλών παραθύρων, σείων θορυβωδώς τας μικράς αυτών υέλους, ενόμιζον, ότι οι περί την εκκλησίαν νεκροί ανερριχώντο τους τοίχους και προσεπάθουν να εισδύσωσιν εις αυτήν. Και τρέμων εκ φρίκης, έβλεπον ενίοτε αντικρύ μου ένα σκελετόν, όστις ήπλωνε να θερμάνη τας ασάρκους του χείρας επί του μαγκαλίου, το οποίον έκαιε προ ημών.
Και όμως δεν ετόλμων να δηλώσω ουδέ την παραμικροτέραν ανησυχίαν. …
Υπέφερον λοιπόν και κατά τας επομένας νύκτας τας φρικιάσεις εκείνας μετά αναγκαστικής στωικότητος …"

H μάνα του ήθελε να θυσιάσει τη ζωή του:


"Μίαν ημέραν την επλησίασα απαρατήρητος, ενώ έκλαιε γονυπετής προ της εικόνος του Σωτήρος.
– Πάρε μου όποιο θέλεις, έλεγε, και άφησέ μου το κορίτσι. … και έπειτα επρόσθεσεν:
– Σου έφερα δύο παιδιά μου στα πόδια σου... χάρισέ μου το κορίτσι!
Όταν ήκουσα τας λέξεις ταύτας, παγερά φρικίασις διέτρεξε τα νεύρα μου και ήρχησαν τα αυτία μου να βοΐζουν. Δεν ηδυνήθην ν’ ακούσω περιπλέον. … επωφελήθην την ευκαιρίαν να φύγω εκ της εκκλησίας, τρέχων ως έξαλλος και εκβάλλων κραυγάς, ως εάν ηπείλει να με συλλάβη ορατός αυτός ο Θάνατος.
Οι οδόντες μου συνεκρούοντο υπό του τρόμου, και εγώ έτρεχον, και ακόμη έτρεχον. Και χωρίς να το εννοήσω, ευρέθην έξαφνα μακράν, πολύ μακράν της εκκλησίας. Τότε εστάθην να πάρω την αναπνοήν μου, κ’ ετόλμησα να γυρίσω να ιδώ οπίσω μου. Κανείς δεν μ’ εκυνήγει.
 Ήρχησα λοιπόν να συνέρχωμαι ολίγον κατ’ ολίγον, και ήρχησα να συλλογίζωμαι.
Ανεκάλεσα εις την μνήμην μου όλας τας προς την μητέρα τρυφερότητας και θωπείας μου. Προσεπάθησα να ενθυμηθώ μήπως της έπταισα ποτέ, μήπως την αδίκησα, αλλά δεν ηδυνήθην. Απεναντίας εύρισκον, ότι αφ’ ότου εγεννήθη αυτή η αδελφή μας, εγώ, όχι μόνον δεν ηγαπήθην, όπως θα το επεθύμουν, αλλά τούτ’ αυτό παρηγκωνιζόμην ολονέν περισσότερον. Ενθυμήθην τότε, και μοι εφάνη ότι εννόησα, διατί ο πατήρ μου εσυνείθιζε να με ονομάζη το αδικημένον του. Και με επήρε το παράπονον και ήρχησα να κλαίω. Ω! είπον, η μητέρα μου δεν με αγαπά και δεν με θέλει!
… εγώ την νύκτα εκείνην ούτε να φάγω ειμπόρεσα, ούτε να κοιμηθώ. Εκοιτόμην εις το στρώμα με καμμυομένους οφθαλμούς ..."

----------------------

Ο τρόπος που ο Βιζυηνός παρουσιάζει και σχολιάζει τα γεγονότα αυτά της παιδικής του ηλικίας, δείχνει ότι όχι μόνο δεν υπερασπίζει το δίκιο του παιδιού απέναντι στην κακοποιήση της μάνας του, αλλά νομιμοποιεί κιόλας τη συμπεριφορά της και επιρρίπτει στον εαυτό του ευθύνες και ενοχές. Ενδεικτικά αναφέρω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το διήγημα:


"Αλλ’ ημείς εγνωρίζαμεν, ότι η ενδόμυχος της μητρός ημών στοργή διετέλει αδέκαστος και ίση προς όλα της τα τέκνα. Ήμεθα βέβαιοι, ότι αι εξαιρέσεις εκείναι δεν ήσαν παρά μόνον εξωτερικαί εκδηλώσεις φειστικωτέρας τινός ευνοίας προς το μόνον του οίκου μας κοράσιον. Και όχι μόνον ανειχόμεθα τας προς αυτήν περιποιήσεις αγογγύστως, αλλά και συνετελούμεν προς αύξησιν αυτών, όσον ηδυνάμεθα".

Ακόμα και όταν προσφέρει την ίδια του τη ζωή γιά να ευχαριστήσει τη μητέρα του, επιζητά τη συγχώρεσή της που τη στεναχώρησε δείχνοντάς της ότι γνωρίζει την επιθυμία της να τον θυσιάσει!:


"– Έλα πατέρα – να με πάρης εμένα – για να γιάνη το Αννιώ! – ανεφώνησα εγώ διακοπτόμενος υπό των λυγμών μου. Και έρριψα επί της μητρός μου παραπονετικόν βλέμμα, διά να τη δείξω πως γνωρίζω, ότι παρακαλεί ν’ αποθάνω εγώ αντί της αδελφής μου. Δεν ησθανόμην ο ανόητος ότι τοιουτοτροπόπως εκορύφωνα την απελπισίαν της! Πιστεύω να μ’ εσυγχώρησεν. Ήμην πολύ μικρός τότε, και δεν ηδυνάμην να εννοήσω την καρδίαν της."

Και οι θυσίες συνεχίζονται:


"– Μη κλαίγης μητέρα, τη είπον αναχωρών. Εγώ πηγαίνω πια να κάμω παράδες. Έννοια σου! Από τώρα και να πάγη θα σε θρέφω και σένα και το παραπαίδι σου. Αλλά, ακούεις; Δεν θέλω πια να δουλεύης!"

Αλλά αντί να λυπηθεί τον εαυτό του που χρειάστηκε να ξενητευτεί από δέκα χρονών, γιά να μπορέσει να συντηρήσει τη μητέρα του και το παιδί που αυτή υιοθέτησε, μένοντας μάλιστα και ολομόναχος από τα 13 του όταν πέθανε ο θείος που τον φιλοξενούσε, εκείνος λέει:


"Και δεν εφανταζόμην, ... πόσας πικρίας έμελλον ακόμη να ποτίσω την μητέρα μου διά της ξενιτείας εκείνης, δι’ ης ήλπιζον να την ανακουφίσω."

Τα βάσανα που αυτή του προκάλεσε τα ξεχνά, μόνο τα δικά της τον ενδιαφέρουν. Μέχρι και συγχώρεση ζητάει γιά την ασπλαχνία του και αφιερώνεται στο να ανακουφίσει την καρδιά της, αντί να ανακουφίσει την δική του τραυματισμένη καρδιά:


"Δεν γυρεύω τίποτε. Ύστερα απ’ όσα μ’ αφηγήθης, σε ζητώ συγχώρησι διά την ασπλαγχνίαν μου.

"Επί εικοσιοκτώ τώρα έτη βασανίζεται η τάλαινα γυνή χωρίς να δυνηθή να κοιμίση τον έλεγχον της συνειδήσεώς της, ούτε εν ταις δυστυχίαις ούτε εν ταις ευτυχίαις της!
Αφ’ ης στιγμής έμαθον την θλιβεράν της ιστορίαν, συνεκέντρωσα όλην μου την προσοχήν εις το πώς ν’ ανακουφίσω την καρδίαν της, ..."

Η στάση που κρατάει ο Βιζυηνός αφηγούμενος τη τραυματική του παιδική ηλικία είναι νομίζω αυτή που περιγράφει η Άλις Μίλλερ:

“Στις περισσότερες αυτοβιογραφίες που γνωρίζω, οι συγγραφείς κρατούν μια συναισθηματική απόσταση από τον πόνο του παιδιού. Μικρή δόση ενσυναίσθησης και μια εντυπωσιακή έλλειψη εξανάστασης αποτελούν συνήθως τον κανόνα. Η αδικία, η συναισθηματική αμνησία και η συνακόλουθη βιαιότητα των ενηλίκων δεν βρίσκονται στο επίκεντρο της ανάλυσης, απλώς περιγράφονται.” (Άλις Μίλερ, “Το ξύπνημα της Εύας”, εκδ. Ροές)

Σύμφωνα με την Άλις Μίλλερ, αν έχουμε κακοποιηθεί στην παιδική μας ηλικία, ο μόνος τρόπος να θεραπεύσουμε τα τραύματά μας και να προχωρήσουμε σε μία φυσιολογική ενήλικη ζωή είναι να δούμε την πραγματικότητα όπως ήταν και να συνειδητοποιήσουμε την κακοποίηση που υποστήκαμε.

Όμως δεν είναι ευχάριστο να συνειδητοποιήσεις ότι οι άνθρωποι, που εξ΄ ορισμού θα έπρεπε να σε αγαπούν πιό πολύ στον κόσμο, σε κακοποίησαν. Ούτε είναι εύκολο να αμφισβητήσεις την κοινώς επικρατούσα άποψη ότι είναι χρέος σου να σέβεσαι και να τιμάς τους γονείς σου, και πως ό,τι κι αν σου έκαναν, το έκαναν από τη μεγάλη τους αγάπη. Για αυτό πολλοί προτιμούν να απωθήσουν και να ωραιοποιήσουν αυτό που πραγματικά συνέβη, εξακολουθώντας γιά όλη τους τη ζωή να παραμένουν πιστοί και υποταγμένοι στους γονείς που τους κακοποίησαν (κάτι που από μόνο του  συνιστά συνέχιση της κακοποίησης) ελπίζοντας έτσι να πάρουν επιτέλους την στοργή και την αποδοχή που ποτέ δεν πήραν (και που δυστυχώς ποτέ δεν πρόκειται να πάρουν από αυτούς τους γονείς).

Το να μην συνειδητοποιήσουμε όμως την κακοποίηση που μας έγινε, θα έχει δραματικά αποτελέσματα στη ζωή μας. Τα ενδεχόμενα κατά την Άλις Μίλλερ  είναι δύο (“Το σώμα δεν ψεύδεται ποτέ”, εκδ. Ροές). Αν αποκτήσουμε παιδιά θα επαναλάβουμε την κακοποίηση πάνω τους εκτονώνοντας έτσι τα απωθημένα μας και διατηρώντας τη δική μας υγεία. Αν δεν αποκτήσουμε παιδιά γιά να μπορέσουμε να εκτονωθούμε με αυτόν τον τρόπο, το σώμα μας δεν θα αντέξει και θα πεθάνει πολύ πρόωρα.

Ο Γεώργιος Βιζυηνός πέθανε 47 ετών ύστερα από τέσσερα χρόνια εγκλεισμού σε φρενοκομείο. Παιδιά δεν απέκτησε.

---

Διαβάστε επίσης:

Σχετικά άρθρα: 
22/11/2013
07/02/2014
05/02/2014 


1 σχόλιο:

Panagiotis Kalomoirakis είπε...

Πολύ εύστοχος παραλληλισμός. Όντως η αλήθεια πονά αλλά η άρνησή της σκοτώνει.

Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου