Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

6.4.17

Έπρεπε να βρω έναν άνθρωπο





Εκείνο το πρωί ξύπνησα με το αριστερό μάτι μελανιασμένο. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, «Μπορεί να μελανιάσει το μάτι από το κλάμα;» αναρωτήθηκα. Επιπλέον είχα χάσει οχτώ κιλά και τα μαγουλά μου ήταν σκαμμένα.
Για τέσσερις μήνες μόλις ξυπνούσα και θυμόμουν πως δεν ήμουν πλέον με τον Αλέξανδρο πλάνταζα στο κλάμα. Εκείνο το πρωί ξεκίνησα να πάω στο μπάνιο να πλυθώ και να ετοιμαστώ για τη δουλειά. Δεν τα κατάφερα, κάθισα στο πάτωμα και έκλαιγα δυνατά, μου κοβόταν η ανάσα, κι εκεί που νόμιζα πως είχα κουραστεί, ξεκινούσα πάλι.
Η μητέρα μου με παρότρυνε να μπω κάτω από το ντους, έβαλα το νερό στο κρύο, τέρμα παγωμένο για όση περισσότερη ώρα άντεχα. Το άφησα να τρέχει πάνω στο κεφάλι μου, μέχρι να ηρεμήσω.
Ντύθηκα. Δεν έφαγα πρωινό. Πήρα το λεωφορείο για να πάω στη δουλειά, δεν οδηγούσα εκείνο τον καιρό, σαν να μη δούλευε το νευρικό μου σύστημα, μια μέρα αντί να πατήσω φρένο πάτησα γκάζι.
Η δουλειά ήταν δίπλα από το σπίτι που έμενα με τον Αλέξανδρο, κάθε πρωί που πλησίαζα ήθελα να κάνω χαρακίρι.  Ένιωθα να μου μπήγουν ένα μαχαίρι στο στομάχι, ήθελα να διπλωθώ στα δύο και να κουλουριαστώ σε μια γωνία.
Ήταν σχεδόν καλοκαίρι και είχα φορέσει ένα λευκό φόρεμα με μια σειρά από άσπρα κουμπιά στο μπροστινό μέρος, το βρήκα στο πατρικό μου, το είχα κόψει λίγο πιο πάνω από το γόνατο για να μου ταιριάζει καλύτερα. Δεν φορούσα ποτέ λευκά ρούχα γιατί η μητέρα μου θεωρούσε πως θα τα λερώσω.
Η δουλειά μου ήταν ανούσια. Την είχα βρει πριν από δώδεκα μήνες γιατί να είμαι κοντά στο σπίτι και να περνάμε περισσότερο χρόνο με τον Αλέξανδρο. Στο σχόλασμα ήρθε να με πάρει η μητέρα μου, δεν μιλούσα στη διαδρομή, κοίταζα από το παράθυρο. Οδηγήσαμε μέχρι το Ασκληπιείο, όπου δούλευε ο Αλέξανδρος για να του επιστρέψω τα κλειδιά του σπιτιού. Είχα κάνει τη μετακόμιση με τη βοήθεια της μητέρας μου, για την ακρίβεια η μητέρα μου την έκανε, γιατί κάθε φορά που σήκωνα ένα αντικείμενο για να το πακετάρω θυμόμουν τις στιγμές που ζήσαμε μαζί και έκλαιγα. Το σπίτι ήταν στον έβδομο όροφο, οι μπαλκονόπορτες ορθάνοιχτες, στεκόμουν για πολύ ώρα στο σαλόνι ενώ η μητέρα μου μάζευε τις αναμνήσεις μου, και κοίταζα τη θεά από τη βεράντα. Πόσο ανώδυνο θα ήταν να αφηνόμουν στο κενό;
Πριν μπω στο νοσοκομείο να αντικρίσω τον Αλέξανδρο κάτσαμε για λίγο με την μητέρα μου  σε ένα καφέ εκεί κοντά να ηρεμήσω, παρήγγειλα χυμό και ένα τοστ για να πάρω δυνάμεις. Η ντομάτα από το τοστ ξεχύθηκε πάνω στο λευκό μου φόρεμα. «Όοοχιιι, δεν μπορεί  να συμβαίνει αυτό, τώρα!», ο λεκές ήταν τεράστιος και δεν έφευγε με τίποτα. Παραιτήθηκα.
Πήγα να βρω  τον Αλέξανδρο να του δώσω τα κλειδιά και να του ζητήσω μια δεύτερη ευκαιρία. Φοβόμουν πολύ. Γέλασε όταν με είδε με το λεκέ από τη ντομάτα. Ένιωσα σαν παιδάκι. Εκείνος φορούσε την λεύκη ιατρική του ρόμπα, είχε κι’ αυτή κουμπιά μπροστά. Δεν ήθελε πλέον να είναι μαζί μου. Ήταν σίγουρος. Έφυγα.
Είχα φορέσει το μαγιό μου και είχα ζητήσει από τη μητέρα μου να με πάει για μπάνιο, εκεί κοντά στη Βουλιαγμένη ήταν τα λιμανάκια που πηγαίναμε με τον Αλέξανδρο. Δεν πήγαμε στο ίδιο σημείο για να μην τον συναντήσω, ήξερα πως πήγαινε μερικές φορές μετά το σχόλασμα. Κάτσαμε στο διπλανό κόλπο.

Δεν ήταν το ίδιο, ήταν μίζερα εκεί, καθόντουσαν κάτι γριές που κουτσομπόλευαν, το νερό δεν ήταν κρυστάλλινο, ο βυθός ήταν μαύρος, ο ήλιος ήταν ακριβώς πάνω από το κεφάλι μας, η μέρα ήταν καταπληκτική και αυτό με κατέθλιβε ακόμα περισσότερο. Οι γριές συζητούσαν για τους ματάκιδες και τους περίεργους που κυκλοφορούν στα λιμανάκια.
Δεν ήθελα άλλο να τις ακούω, η μητέρα μου σιωπηλή διάβαζε, ο ήλιος με έκαιγε. Βούτηξα. Κοίταξα τη μητέρα μου, μου χαμογέλασε και συνέχιζε να διαβάζει. Έκανα μερικές βουτιές, άνοιξα τα μάτια μου μέσα στο νερό και σκεφτόμουν τον Αλέξανδρο μαζί μου. Μας άρεσε και στους δυό μας πολύ η θάλασσα, μέναμε ώρες στο νερό. Μου πέρασε από το μυαλό πως ο Αλέξανδρος μπορεί να έχει σχολάσει και να είναι στα διπλανά λιμανάκια. Δεν ήταν πολύ μακριά, ξεκίνησα να κολυμπάω με μια ενέργεια που δεν ήξερα ότι είχα.

Κολυμπούσα ώρα, δεν ήταν τόσο κοντά όσο φανταζόμουν αλλά δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Μεταξύ των δύο κόλπων, στη μέση του πουθενά, μόνος, μακριά από όλους, καθόταν ένας τύπος, μαυριδερός, με μακριά μαλλιά, γυμνός, με κοίταζε επίμονα, άρχισε να τον παίζει μπροστά μου, ήταν τεράστιο. Κολυμπούσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα αλλά ήμουν συνέχεια στο ίδιο σημείο, έβαζα το κεφάλι μου μέσα στο νερό για ώρα για να μη τον βλέπω, έκανα σαν τους αθλητές, μια το κεφάλι δεξιά, δεν τον έβλεπα, μια αριστερά, τον έβλεπα, δεν σταματούσε, τον έπαιζε με μανία. Έπρεπε να τον προσπεράσω και να φτάσω στον Αλέξανδρο. Θα του έλεγα τι μου συνέβη και θα γελάγαμε. Έφτασα στα διπλανά λιμανάκια, είχε κόσμο, τους κοίταξα όλους έναν έναν, ο Αλέξανδρος έλειπε. Περίμενα λίγο. Δεν είχα κουράγιο να κάνω πάλι όλη τη διαδρομή. Δεν μου άρεσε το κολύμπι και φοβόμουν το μαύρο βυθό, «πως μου ήρθε να το κάνω αυτό». Δεν μπορούσα να πάω από τα βράχια γιατί δεν είχα παπούτσια και θα έπεφτα πάνω στον τύπο. Έπρεπε να κολυμπήσω. Είχα εξαφανιστεί για πολύ ώρα και η μητέρα μου θα ανησυχούσε. Ο τύπος ήταν ακόμη εκεί, δεν έκανε καμία κίνηση αυτή τη φορά, με κοίταζε μόνο. Τον αγνόησα, είχα πολύ δρόμο να κάνω και ήμουν εξαντλημένη, ξάπλωνα ανάσκελα κάθε τόσο για  να ξεκουραστώ λίγο και συνέχιζα, είχα πάει πολύ μακριά, έκανα προσπάθεια για να μην φοβηθώ.
Σα να ήμουν τυλιγμένη σε ένα λευκό σεντόνι ένιωθα να βυθίζομαι στη θάλασσα. Από μακριά αντίκρισα τη μητέρα μου, με έψαχνε. Ήταν η πρώτη φορά που ανησυχούσε τόσο πολύ για μένα. Ήμουν στο έλεος της. Πνιγόμουν.  Έπρεπε να βρω έναν άνθρωπο να μου μάθει να αναπνέω. Έτσι γνώρισα την Αμαλία, τη θεραπεύτρια μου.

4.4.17
Αθηνά Κ. 
---

Κείμενο γραμμένο στο πλαίσιο του σεμιναρίου Αφήγηση ζωής. 29/4/17 νέο εισαγωγικό 3ωρο βιωματικό μάθημα με ελεύθερη είσοδο στο Εργαστήριο Σκέψης. Περισσότερα εδώ.

Διαβάστε επίσης:


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου